καταγλύφω

καταγλύφω
καταγλύφω (Α)
1. κάνω κάτι εντελώς κοίλο
2. λαξεύω, σμιλεύω
3. κάνω αμυχές σε κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + γλύφω «λαξεύω, σκαλίζω»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • κατάγλυμμα — κατάγλυμμα, τὸ (Α) [καταγλύφω] γλυπτό κόσμημα …   Dictionary of Greek

  • κατάγλυπτος — κατάγλυπτος, ον (Μ) [καταγλύφω] κατάγλυφος* …   Dictionary of Greek

  • κατάγλυφος — κατάγλυφος, ον (Α) [καταγλύφω] ο γεμάτος γλυπτές διακοσμήσεις …   Dictionary of Greek

  • καταγλυπτόν — (Α) [καταγλύφω] (κατά τον Ησύχ.) «εἶδος φιλήματος» …   Dictionary of Greek

  • καταγλυφή — καταγλυφή, ἡ (Α) [καταγλύφω] εγχάραξη («ἔχειν δὲ... τὸ ξύλον καὶ καταγλυφὴν χρὴ βαθυτέρην καὶ τετράγωνον ὡς τριῶν δακτύλων», Ιπποκρ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”